υδατανθρακούχος

υδατανθρακούχος
-α, -ο
που περιέχει στη σύνθεσή του υδατάνθρακες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδατανθρακούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν (βιοχ. χημ.) αυτός που περιέχει υδατάνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατάνθρακας + ούχος* (< έχω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”